- εξανθράκωση
- Η κατεργασία απομάκρυνσης του άνθρακα από ένα μεταλλικό προϊόν που βρίσκεται σε κατάσταση στερεή ή σε μορφή τήγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ε. σε στερεή κατάσταση είναι η βιομηχανική παρασκευή του ευήλατου ευρωπαϊκού χυτοσιδήρου, ενώ ε. σε μορφή τήγματος είναι η προσθήκη οξειδωμένων μεταλλευμάτων σε ρευστό χυτοσίδηρο για τη δημιουργία χάλυβα. Ε. ονομάζεται επίσης η μετατροπή του ξύλου σε άνθρακα ή των γαιανθράκων σε κοκ.
* * *η [εξανθρακώνω]1. η μετατροπή τού ξύλου σε άνθρακα ή τών γαιανθράκων σε κοκ2. (μεταλλ.) η ειδική κατεργασία για την απομάκρυνση, την αφαίρεση τού άνθρακα από ένα μεταλλικό προϊόν.
Dictionary of Greek. 2013.